- Αδελφές
- Τρία μικρά νησιά, 13 περίπου μίλια νοτιοανατολικά της Αστυπάλαιας. Το μεγαλύτερο έχει μήκος 5 χλμ.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Αδελφές Χριστιανικών Σχολών — Ονομασία μοναστηριών, που ανήκουν στην Καθολική Εκκλησία. 1. Γυναικείο μοναστήρι στον Πειραιά, στο οποίο λειτουργεί ελληνογαλλική σχολή. Ιδρύθηκε το 1893. 2. Ανδρικό μοναστήρι στη Νεάπολη της Θεσσαλονίκης, στο οποίο λειτουργεί γυμνάσιο. Ιδρύθηκε… … Dictionary of Greek
Εριχθόνιος — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Γιος του Ηφαίστου και της Γης. Κατά τη μυθολογία, η Αθηνά πήγε κάποτε στο εργαστήρι του Ηφαίστου για να της φτιάξει όπλα, αλλά εκείνος της επιτέθηκε με ερωτικές διαθέσεις. Η θεά αντιστάθηκε και το σπέρμα του… … Dictionary of Greek
Αλεξιανοί — Μέλη θρησκευτικής αδελφότητας της Ολλανδίας και της Γερμανίας που δημιουργήθηκε τον 14ο αι. με σκοπό την προστασία των φτωχών και την ταφή των απόρων στη διάρκεια της μεγάλης επιδημίας πανώλης που μάστιζε τότε την Ευρώπη. Ονομάστηκαν Α. το 1462,… … Dictionary of Greek
Αλκοθόη ή Αλκιθόη — Μυθολογικό πρόσωπο. Κόρη του Μινύα, που προκάλεσε τον θυμό του Διονύσου, επειδή έμεινε στο σπίτι με τις αδελφές της Λευκίππη και Αριστίππη και ύφαινε, ενώ οι άλλες γυναίκες πανηγύριζαν τον θεό. Ο Διόνυσος τις έκανε μανιακές και βγήκαν στα βουνά,… … Dictionary of Greek
Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
Θεαφανώ — Όνομα πριγκιπισσών της Βυζαντινής αυτοκρατορίας. 1. Βυζαντινή πριγκίπισσα (10ος αι.). Ήταν κόρη του αυτοκράτορα Κωνσταντίνου Z’ του Πορφυρογέννητου και της Ελένης. Μετά την άνοδο του αδελφού της Ρωμανού B’ στον θρόνο, το 959, η Θ., μαζί με τη… … Dictionary of Greek
Λευκίππη — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Μία από τις Ωκεανίδες. 2. Σύζυγος του Ευήνορα, βασιλιά της μυθικής Ατλαντίδας, και μητέρα της Κλειτούς. 3. Σύζυγος του Λαομέδοντα του Ίλου και μητέρα του Πριάμου, βασιλιά της Τροίας. 4. Μία από τις τρεις κόρες του… … Dictionary of Greek
Μαντσίνι — (Mancini). Επώνυμο οικογένειας ευγενών της γαλλικής αυλής με καταγωγή από τη Ρώμη, γνωστή κυρίως χάρη στις περίφημες πέντε αδελφές M., ανιψιές του καρδινάλιου Μαζαρέν. 1. Λάουρα (Laura, Ρώμη 1636 – Παρίσι 1657). Δούκισσα του Μερκέρ. Ήταν σύζυγος… … Dictionary of Greek
Πεφρηδώ — Μια από τις Γραίες, πρόσωπα της αρχαίας ελληνικής μυθολογίας, αδελφές των Γοργόνων. Η Π. και οι αδελφές της Ενυώ και Δεινώ, γεννήθηκαν γριές, γι’ αυτό τις λέγανε και Γραίες. Είχαν μορφή κύκνου, ένα κοινό μάτι και ένα κοινό δόντι, που τα… … Dictionary of Greek